Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διαπέφυκε ἀλλήλων

См. также в других словарях:

  • διαφύομαι — (αποθ.) (ΑΝ) φυτρώνω ανάμεσα αρχ. 1. αναβλαστάνω 2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.) 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος) 5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»